Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Παράξενα, Ξεχωριστά Κοχύλια


Αυτό ήταν, λοιπόν, σκέφτηκε η Άνθια. Έτσι έκλεισε κι αυτό το κεφάλαιο μιας συνεργασίας τριών ετών, χωρίς μια λέξη. Ουδείς αναντικατάστατος, επαληθεύτηκε ακόμα μια φορά, άλλωστε, τώρα, το πιο πιθανό ήταν να μην χρειάζονταν καν βοηθό γραμματέα, αφού η Τζούλια είχε ξεμπερδέψει με γέννες και μπιμπερό και πάνες, και η παραίτηση να τους ήρθε κουτί.
Όσο σε χρειάζονται, σε ξεζουμίζουν. Θυμήθηκε τις αμέτρητες φορές που είχε βγάλει δουλειά δυο και τριών υπαλλήλων, αν είσαι τυχερός, σου πετάνε το κόκαλο του μπόνους και καθαρίζουν. Όταν εσύ έχεις ανάγκη, δεν σε ρωτάνε, οι παροχές δίνονται με το σταγονόμετρο, κι όταν πάψεις να προσφέρεις όσα συνήθιζες στο παρελθόν, αν δεν σε πετάξουν, πάντως ξέρουν να σου δείχνουν με τρόπο την πόρτα.


 Ο Μαθιόπουλος, ας πούμε, ποτέ δεν της είχε παραχωρήσει ούτε μια μέρα άδεια για να δώσει εξετάσεις, ούτε καν χωρίς αποδοχές. "Μόλις τελειώσεις το γράψιμο, γύρνα στο γραφείο, έχουμε πολλή δουλειά", ήταν το μοτίβο του, η άδεια που της έδινε ήταν για λίγες ώρες μονάχα.  Αναρωτήθηκε, αν η τόση προσφορά της, ως εργαζόμενης, άξιζε τον κόπο, και ψάχνοντας για την απάντηση, ένιωσε μπερδεμένη, διχασμένη, όσον αφορούσε στη θέση της εργασίας, γενικά, στη ζωή της. Παλιά, ήταν σίγουρη ότι άξιζε η δουλειά να είναι πρώτος στόχος στη ζωή, μετά ήρθε στη ζωή της ο Άλκης και ανέτρεψε την ισορροπία, έβαλε στην πρώτη θέση την καρδιά, και να πού κατέληξε, στην ανατροπή της ανατροπής...
Και τώρα, σ' αυτή τη δύσκολη στιγμή, αυτή η δουλειά την έδιωχνε, μια άλλη, όμως, θα της άπλωνε σανίδα σωτηρίας, θα της έδινε ένα λόγο να ξυπνάει το πρωί, έναν τρόπο να ζει και να ξεχνάει... 
Παραδόξως, όλα αυτά τα εξέταζε με μια δόση ψυχρής απάθειας, σαν να είχαν νεκρωθεί πολλά από τα συναισθήματά της. Σαν να είχε ξαναγυρίσει στη ζωή το μυαλό της, αλλά όχι ολόκληρο, σαν να είχε παροπλισθεί κάποιο μέρος του.



Τέσσερις ακριβώς, βγήκε στο δρόμο. Δεν έριξε ούτε μια ματιά πίσω της, ούτε μια φορά δεν σήκωσε το κεφάλι προς το παράθυρο των γραφείων του τέταρτου ορόφου, εκεί που μόλις είχε αφήσει τρία χρόνια από τη μικρή ζωή της.
Ο ήλιος του απογεύματος, μιας από τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, της φάνηκε διαφορετικός. Ζεστός, γλυκός, σαν χάδι πάνω στα μάγουλα, στο λαιμό και στα μπράτσα της. Της έκανε εντύπωση που σκέφτηκε έτσι, αλλά από τη μέρα που πήρε εξιτήριο από τον 'Ευαγγελισμό', μ' έναν περίεργο τρόπο, είχαν οξυνθεί οι αισθήσεις της, είχε αρχίσει να βλέπει πράγματα, κοντινά, καθημερινά, που πριν αγνοούσε. Ο ήλιος ήταν ένα, και το πρώτο-πρώτο, από αυτά. Ήταν πάντα εκεί, μα δεν είχε προσέξει ποτέ τη ζέστα του πάνω στο δέρμα της!

Όπως τότε...


 Καλοκαιριάτικο απόγευμα, σε κάποιες ολιγοήμερες διακοπές με τον Κοσμά, σε μια παραλία στα Κύθηρα, κοντά στην Αγία Πελαγία πρέπει να ήταν, δυσκολευόταν να θυμηθεί, υπήρχαν πολλά πράγματα που δεν θυμόταν τώρα, ύστερα από την απόπειρα, "δεν χρειάζεται ν' ανησυχείς", είχε πει ο γιατρός, "θυμάσαι όλα τα βασικά, αυτά που λείπουν είναι λεπτομέρειες, δεν θέλω να πιέζεσαι", έψαχνε για κοχύλια και δεν έβρισκε τίποτα. Δεν μπορούσε να το πιστέψει, τέτοιες ακτές, χωρίς κοχύλια!
Στο τελευταίο τους μπάνιο, την ώρα που μάζευε τα πράγματά της, ξεκουμπώθηκε το ένα της σκουλαρίκι κι έπεσε στην άμμο ανάμεσα στα βοτσαλάκια. Άρχισε να ψάχνει με προσοχή, προσέχοντας να μην μετακινηθεί καθόλου και το σπρώξει με το πάτημα προς τα κάτω, και τότε τα είδε.



Χιλιάδες μικροσκοπικά κοχύλια, άσπρα, ροζ, μπεζ, κεραμιδί, γκρι, στρογγυλά, μακρόστενα, χωνάκια, μισοφέγγαρα, βρίσκονταν εκεί, κοντά της, μπροστά στα πόδια της. Ήταν πάντα εκεί, αλλά εκείνη δεν τα έβλεπε. Έψαχνε για μεγάλα, παράξενα, ξεχωριστά κοχύλια, κι αυτά ήταν τόσο διακριτικά, τόσο ταπεινά... Ενθουσιασμένη, μάζεψε μια τσάντα. Όταν έφταναν στην Αθήνα, θα τα έβαζε σε διάφανες γυάλες με νερό. Ο Κοσμάς φώναζε, "Θα χάσουμε το πλοίο, τι τα θέλεις αυτά, πάμε σ' ένα μαγαζί με σουβενίρ, να σου αγοράσω τα καλύτερα".


Έτσι ήταν και η ζωή...  Έτσι έπρεπε να αρχίσει να βλέπει τη ζωή...
  

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Γυναικείοι χαρακτήρες, θέματα δίχως φύλλο - Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει

 
Όταν εκείνο το επιθυμητό συναίσθημα,
το εξουθενωτικό και κατακλυσμιαίο,
σε κυριεύει, και παραδίνεσαι
ολοκληρωτικά στον έρωτά σου,
παρακολουθείς τους γύρω σου
να ασχολούνται με τα απαραίτητα
μικρά καθημερινά,
αμέτοχη, σαστισμένη, έκπληκτη,
γιατί εσύ
άλλο δεν μπορείς να κάνεις
παρεκτός να αγαπάς!





Στο «Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει» οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι γυναικείοι, αλλά τα θέματα που θίγει δεν έχουν φύλο.
 Είναι ένα βιβλίο για την πιεστική καθημερινότητα, τη συμβίωση, την κρίση-αλλαγή της μέσης ηλικίας, και πάνω απ’ όλα για το παιχνίδι της ζωής, τα ματαιωμένα όνειρα, την αγάπη και το χρόνο.
Οι ηρωίδες αγωνίζονται ενάντια στο χρόνο.
Πότε είναι αγκιστρωμένες στο παρελθόν και παλεύουν με κάποια εμμονή,
κάποιο γελοίο πάθος, όπως το χαρακτηρίζει η ηρωίδα μας η Λυδία. Και άλλοτε
 είναι αιχμάλωτες ενός κουραστικού παρόντος και προσπαθούν να ανακόψουν την ταχύτητα του χρόνου και την αναπόφευκτη φθορά.
Μέχρι να αντιληφθούν ότι δεν γίνεται να μετράει κανείς το χρόνο διαφορετικά από τους άλλους, ατιμώρητα, χωρίς απώλειες δηλαδή. Και τιμωρία είναι που κάποια  στιγμή δεν μπορούν να συμπέσουν η καρδιά και το σώμα στο ίδιο σημείο, στον ίδιο τόπο, στον ίδιο χρόνο.
Κι ακόμα συνειδητοποιούν το παιχνίδι της ζωής. Ότι όσα θεωρούσαν στη νιότη τους ένα παιχνίδι, ήταν η ζωή η ίδια.
Παρόλα αυτά, το «Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει» είναι ένα βαθύτατα συμφιλιωτικό και πολύ αισιόδοξο βιβλίο!
Μας συμφιλιώνει με τον εαυτό μας και με τα όνειρά μας.
Και αισιοδοξεί ότι
τα όνειρα μονάχα αναβάλλονται, όμως δεν ακυρώνονται ποτέ!
Πολλές ανατροπές έφερε το τριαντάφυλλο.
Και πρώτα απ' όλα,
Ποιος το είχε στείλει;


Έρχεται πάντα μια στιγμή στη ζωή κάθε γυναίκας που γυρνάει το βλέμμα προς τα πίσω,
στο δρόμο που περπάτησε ως τώρα, τον περισσότερο ή λιγότερο ταξιδεμένο. Τότε δοκιμάζει
μια παράτολμη ίσως, νοσταλγική κατάδυση στα βαθιά νερά του παρελθόντος και
έρχεται αντιμέτωπη με την αλήθεια της.

Είναι η στιγμή που παίρνει τα βυθισμένα παλιά της όνειρα απ’το χέρι, τα ανασύρει
στην επιφάνεια και τα επιστρέφει στο φως και στη ζωή.

Επειδή τα όνειρά της, απλά, τα ανέβαλε, δεν τα ακύρωσε!

Έφταιγε ο Τζόνυ!
Γιατί έτσι όπως την κοίταζε, εκείνη ξεχάστηκε
και δεν μπόρεσε να αποφύγει το μοιραίο...

Ο κεραυνοβόλος έρωτας και η εμμονή στις παλιές αγάπες, οι πρώτες ρυτίδες και τα
ινστιτούτα ομορφιάς, η αγωνία για το μέλλον και οι αστρολογικές προβλέψεις,
η συζυγική αποξένωση και η ξαφνική υπενθύμιση των παλιών ονείρων,
ξετυλίγονται στις σελίδες αυτού του βιβλίου, με χιούμορ και τρυφερότητα.
Τα αντικείμενα παίζουν κι αυτά ένα σημαντικό ρόλο και αναστατώνουν
τη ζωή των προσώπων.  
Ένα γαλάζιο φούτερ κι ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, ένα κινητό και μια  τράπουλα,
μια βαλίτσα κι ένα άσπρο μαντίλι, η τηλεόραση και  ο υπολογιστής, φέρνουν τα πάνω
κάτω, καθώς στήνουν το δικό τους χορό μαζί με τον Τζόνι Ντεπ κι έναν μικρό δράκο!

"Αντίο!"
Κι αφού τη δίδαξε πολλά ο μικρός δράκος, την αποχαιρέτησε,
μαζί και τους αναγνώστες, στο τέλος του βιβλίου


Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

ΕΝΑ ΠΡΩΙ, ΕΝΑΣ ΠΛΑΣΙΕ...

Το πρώτο μου χειρόγραφο ανασύρθηκε σήμερα, τυχαία και απρόσμενα, από κάποιο ντουλάπι. Χτυπημένο στην πρώτη μου γραφομηχανή OLYMPIA, δεν μπορούσε παρά να είναι αφιερωμένο στη μεγάλη μου αγάπη, το Βιβλίο!


ΣΥΝΤΟΜΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

Μου συμβαίνει πολύ συχνά να σκέφτομαι την περασμένη μου ζωή, αναπολώντας, όχι τα μεγάλα γεγονότα, τα συνταρακτικά, αυτά που με σημάδεψαν ή με ενθουσίασαν ή με προσγείωσαν απότομα ή τέλος πάντων, αυτά για τα οποία συνήθως λέμε με δυο λόγια, ίσως μνησίκακοι και αποφασισμένοι, "δεν θα το ξεχάσω ποτέ". Αλλά κάποια άλλα γεγονότα μικρά, σκονισμένα από την ασημαντότητα και τη λησμονιά, πολύ μα πολύ καθημερινά. Γεγονότα αποκλειστικά για μένα, που οι άλλοι τα είδαν με την άκρη του ματιού τους, όπως βλέπουμε κάθε πρωί τη γωνία του δρόμου βγαίνοντας από το σπίτι μας για να πάμε στη δουλειά. Κι ακόμα μου συμβαίνει τακτικά να σκέφτομαι το πέρασμα. Το δικό μου από τη ζωή των άλλων και των άλλων από τη ζωή τη δική μου.
Και πολλές φορές απορώ και εκπλήσσομαι, αλλά και γοητεύομαι και συναρπάζομαι με το πόσο ανυποψίαστοι για το ρόλο που παίζουμε στη ζωή κάποιου άλλου, περνάμε ανέμελα, αδιάφορα, ίσως ανεύθυνα, απαλά ή σκληρά από τη δική του ζωή.

Γι' αυτό, λοιπόν, θα 'θελα να σας μιλήσω τώρα, για το γοητευτικό, σύντομο πέρασμα ενός περαστικού από τη δική μου ζωή. Το περιστατικό που θα σας διηγηθώ θα μας πάει πολύ μακριά στο παρελθόν, σ' ένα κεφάλαιο ιδιαίτερης προσοχής για τον καθένα, θα μας ταξιδέψει στην ομίχλη της παιδικής ηλικίας...


Ήμουν κοντά έντεκα χρόνων τότε. Κι ήταν το πρωινό μιας συνηθισμένης μέρας. Ο πατέρας έλειπε στη δουλειά, η μητέρα μαγείρευε, κι εγώ έπαιζα στην αυλή, περιμένοντας να έρθει η ώρα για να πάω απογευματινή στο σχολείο. Αυτοί ήταν οι ρόλοι μας τότε, κι εμείς ένα ακόμα αντίγραφο του παραδοσιακού πρότυπου, έτσι κι εγώ έπαιζα, ξέροντας πως θα ερχόταν η μέρα να κάνω με τη σειρά μου δουλειές μέχρι να βαρεθεί η ψυχή μου. Βρισκόμουνα στον παιχνιδένιο μου κόσμο, όταν άκουσα τη βαριά, σιδερένια εξώπορτα να τρίζει, σημάδι πως κάποιος έμπαινε. Στάθηκα κοιτώντας προς τα κει, και είδα να εμφανίζεται ένας άντρας ψηλός και μεγάλος στην ηλικία, για μένα που ήμουν μικρή και κοντή και με κούραζε πολύ να τεντώνω το κεφάλι μου προς τα πάνω και πίσω για να κοιτάζω κατάματα τους μεγάλους. Κρατούσε ένα χαρτοκιβώτιο κάτω από τη μασχάλη του. Δεν τον ήξερα. Ήταν γελαστός και με ρώτησε που ήταν η μαμά μου. Έβαλα μια φωνή, "μαμά", χωρίς να κουνηθώ από τη θέση μου. Πράγματι, βγήκε η μητέρα και μόλις αντικρυστήκανε, ευχαρίστηση, χαιρετισμοί και γέλια, και ακολούθησε διάλογος. "Εδώ μένεις;" "Ναι. Και συ πότε ήρθες στην Αθήνα;" "Τώρα τελευταία. Παντρεύτηκα και κάνω τον πλασιέ βιβλίων προσωρινά." "Κάθισε να σε κεράσω!" Και άλλα τέτοια.



Του έφερε καρέκλα και κάθισε πλάι στο τραπεζάκι της αυλής μας, ακουμπώντας το χαρτοκιβώτιο κάτω. Ήρθε το καφεδάκι, έπιασαν την κουβέντα με τη μητέρα, κι εγώ άκουγα με κρυμμένη περιέργεια ασχολούμενη με τα σοσόνια μου. Μιλούσαν για πράγματα δικά τους που δεν παρουσίαζαν ενδιαφέρον για μένα, κι απ' όλα όσα λέγανε δυο πράγματα μου μείνανε, ένα που κατάλαβα κι ένα που δεν κατάλαβα. Το πρώτο ότι ήταν συγγενής της μητέρας και το δεύτερο ότι ήταν πλασιέ, λέξη που δεν είχα ιδέα τι σήμαινε.
Τέλος, έφτασε η ώρα να φύγει, οπότε ανοίγει το κουτί και βγάζει ένα βιβλίο με πράσινο δερμάτινο εξώφυλλο. Μου το χάριζε, έτσι για τη χαρά που ένιωσε απ' αυτό το τυχαίο συναπάντημα.




Μόλις ο άντρας έφυγε, έτρεξα, άρπαξα το βιβλίο κι άρχισα να το ξεφυλλίζω με βιασύνη, περιέργεια, μα και χαρά! Μέχρι τότε το διάβασμά μου ήταν τα παραμύθια του Δαρεμά και του Παπαδημητρίου, παραμύθια του Άντερσεν και των αδερφών Γκριμ, τα Κλασικά Εικονογραφημένα και τα φωτορομάντζα εβδομαδιαίου περιοδικού που μου είχαν γνωρίσει τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα καθώς και την Κυρία με τις Καμέλιες. Δεν είχε καθόλου φωτογραφίες, γι' αυτό στην αρχή δεν μ' άρεσε. Φαίνεται όμως πως είχα αρχίσει να ωριμάζω κι έτσι ξεπέρασα το εμπόδιο κι έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμά του.
Μ' άρεσε πολύ ο τρόπος που μιλούσαν οι ήρωες του βιβλίου με κοφτές σύντομες φράσεις, μ' άρεσε ο έρωτας που ωρίμασε στις καρδιές τους μέσα στον πόλεμο, δεν μ' άρεσε μόνο το ότι η ηρωίδα πέθαινε στην προτελευταία σελίδα, αλλά και πάλι βρήκα γοητευτικό το τέλος του: Η ηρωίδα έχει πεθάνει, κι ο ήρωας, αφού τους διώχνει όλους και μένει για λίγο μαζί της, νιώθει σαν να λέει 'αντίο' σ' ένα άγαλμα. Τότε φεύγει από το νοσοκομείο για να γυρίσει στο ξενοδοχείο του περπατώντας μέσα στη βροχή. Τέλος.


Μ' άρεσε τόσο πολύ εκείνο το βιβλίο, ώστε μετά συνέχισα με άλλα και με άλλα βιβλία, και μια από τις μεγάλες μου απολαύσεις της εποχής εκείνης ήταν όταν έφευγαν όλοι από το σπίτι κι εγώ έμενα μόνη και ήσυχη για να διαβάσω ό,τι και όσο ήθελα, χωρίς συμβουλές του τύπου "πρώτα το σχολείο!"
Το ευγνωμονώ και του έχω δώσει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου, επειδή άνοιξε για μένα "ένα θαυμαστό, καινούργιο κόσμο", τον κόσμο των βιβλίων. Έναν κόσμο που υπάρχει ακόμα για να με συντροφεύει, να με γαληνεύει, να με παρηγορεί, να με ενθαρρύνει, να μου χαρίζει γνώση και να με κάνει να μη νιώθω μόνη και χαμένη ...στο διάστημα.
Με αίσθημα ευγνωμοσύνης θυμάμαι, επίσης, εκείνον τον μακρινό συγγενή, τον αγράμματο συγχωριανό, που κατέβηκε στην πόλη, για να κάνει την τύχη του κάνοντας τον πλασιέ, πέφτοντας πάνω μας και χαρίζοντάς μας αυτό το βιβλίο, του οποίου θα σας πω τον τίτλο, έτσι, για να σας φύγει η περιέργεια, αν δεν το έχετε κιόλας καταλάβει. Ήταν ο "Αποχαιρετισμός στα Όπλα", του Έρνεστ Χεμινγουέη.



 Γι' αυτό, λοιπόν, μια που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την ακριβή επίδρασή μας πάνω στους άλλους, ας μιλάμε κι ας φερόμαστε με αγάπη και υπευθυνότητα σε κάθε περίσταση, κι επειδή αυτό ίσως είναι κάπως δύσκολο, τουλάχιστον ας χαρίζουμε κάποιο βιβλίο. Ποτέ δεν ξέρει κανείς τι μπορεί να προκύψει. Ακόμα κι ένα ταλέντο... σαν το δικό μου!




Υ.Γ. Σας ευχαριστώ που μοιραστήκατε αυτό το κείμενο μαζί μου!




Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

ΜΗΤΕΡΑ ΚΑΙ ΚΟΡΗ: ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΙΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΕ, ΝΙΚΟΥΣΕ



Έφυγε από το τραπέζι χωρίς να πει λέξη και πήγε στο δωμάτιό της. Όταν μπήκε η Δωροθέα, κλείνοντας μαλακά την πόρτα πίσω της, τη βρήκε καθιστή στην άκρη του κρεβατιού, να κοιτάζει αφηρημένα το είδωλό της στον καθρέφτη της ντουλάπας απέναντί της.

"Τι έγινε;" ρώτησε χαμηλόφωνα. "Δεν σ' αρέσει ο Αργύρης, για... για... μπαμπάς σου;" κατάφερε τελικά να ψελλίσει.


Η Άνθια τινάχτηκε όρθια, ξαφνιασμένη. Για... 'μπαμπάς' της! Κοίταξε τη μητέρα της κι έβαλε τα γέλια, νευρικά, σχεδόν υστερικά. Μετά σώπασε απότομα.

Στάθηκε στην άκρη της μπαλκονόπορτας, το μισό προφίλ στο φως αλλά αθέατο, το άλλο μισό ορατό μα στο σκοτάδι. Το βλέμμα της είχε περάσει το τζάμι, τα δέντρα του ακάλυπτου χώρου, τον γκρίζο τοίχο της πολυκατοικίας, την κάθετη στήλη με τα παραθυράκια του φωταγωγού στη σειρά. 
Και η ίδια, αβαρής και άυλη, είχε διαβεί την πόρτα και είχε φύγει τρέχοντας χωρίς αποσκευές στο άγνωστο μέλλον, μια άγνωστη κι αυτή χωρίς παρελθόν. Πίσω της, πρόσωπα, πράγματα, σώματα, μέχρι κι ο παλιός εαυτός της, και μπροστά της μια καινούργια αρχή, κάπου αλλού... 

Εκεί που οι άνθρωποι θα σε δέχονται όπως είσαι, δεν θα σε πεθαίνουν στις ερωτήσεις - τίνος είσαι, κοπέλα μου; δεν έχεις πατέρα; - δεν θα απαιτούν απαντήσεις, κατά προτίμηση ψεύτικες, θα σέβονται τη σιωπή σου και θα αρκούνται σε όση αλήθεια τους δίνεις. 

Εκεί που θα σε θέλουν γι' αυτό που είσαι και δεν θα σε αποδιώχνουν γι' αυτά που αθέλητα κουβαλάς.

Το βλέμμα επιστρέφει, χαζεύει τα πολυπληθή φυτά της Δωροθέας. Τα περιποιείται με φανατική λατρεία, που όμοιά της δεν έχει δείξει ποτέ σε άνθρωπο. Ολόκληρη η βεράντα έχει μετατραπεί σε μια μικρή ζούγκλα από πρασινάδες, λουλούδια, δεντράκια, σ' όλων των ειδών τις γλάστρες, πήλινες, πλαστικές, τενεκεδένιες. 

Ήθελα μόνο τη φροντίδα μιας τυχαίας γλάστρας στο μπαλκόνι σου, τίποτα παραπάνω. 

Η Δωροθέα την κοιτάζει, περιμένοντας μιαν απάντηση. Μοιάζει στενοχωρημένη, πληγωμένη.
"Δεν είναι γελοίο;" ρωτάει η Άνθια. Η φωνή της ανεπαίσθητα αλλοιωμένη, η μικρή βραχνάδα κουβαλάει μια μεγαλύτερη σκληρότητα. "Τώρα πια χρειάζομαι έναν άντρα κι όχι έναν πατέρα".
"Μα τι φταίω εγώ; Τώρα βρέθηκε ένας άντρας που να θέλει να με παντρευτεί. Μήπως κι εγώ δεν ήθελα κάτι, νωρίτερα, όλα αυτά τα χρόνια", τραυλίζει η Δωροθέα. "Το ξέρεις πως δεν έφταιγα εγώ", καταλήγει.
"Δεν είπα κάτι τέτοιο. Αλλά γιατί να τον παντρευτείς; Αυτό δεν καταλαβαίνω. Τι παραπάνω θα σου δώσει ο γάμος; Δεν είστε καλά έτσι;"
Η Δωροθέα μένει για λίγο βουβή, ύστερα το ξεστομίζει. "Είμαι έγκυος, πρώτη φορά μετά από σένα, κι αυτός θέλει και το παιδί και μένα..."

Η Άνθια στέκεται ακίνητη, κεραυνοβολημένη. Τι να προσέξει πρώτο σ' αυτή τη φράση; Το πώς τόνισε το 'και' δύο φορές ή... 'έγκυος'! Μα, όπου να ΄ναι κλείνει τα σαράντα κι έχει μια κόρη που θα μπορούσε να την κάνει γιαγιά! 
Πώς είναι δυνατό να θέλει να το κρατήσει; Πώς είναι δυνατό να θέλει τώρα, σ' αυτήν την ηλικία, με καθυστέρηση τόσων χρόνων, να ξεκινήσει μια άλλη ζωή; Αν δεν είχε δοκιμάσει τη λεγόμενη 'χαρά της μητρότητας', θα το καταλάβαινε. Και πώς θα λέει η ίδια σε λίγο καιρό ότι έχει ένα αδερφάκι που θα μπορούσε να είναι παιδί της; Πόσες εκπλήξεις θα χωρέσουν σε μια μέρα;

Η Άνθια γυρίζει προς το μέρος της Δωροθέας. Χαμογελάει, είναι πειστική, ξέρει τι πρέπει να πει. 
"Χαίρομαι για σένα, ειλικρινά! Κι αυτό κάνει τα πράγματα ευκολότερα για μένα. Είχα σκεφτεί να ενοικιάσω δικό μου διαμέρισμα κοντά στη δουλειά μου. Βλέπεις, αυτή η καθημερινή ταλαιπωρία με τη συγκοινωνία με εξοντώνει. Σήμερα θα στο έλεγα, αλλά με πρόλαβες. Θα είμαι ήσυχη τώρα, ξέροντας πως θα έχεις σύντροφο και... παιδί..."
Αγκαλιάζει τη μητέρα της απαλά. Ποτέ δεν έσφιξε η μία την άλλη δυνατά στην αγκαλιά της. Τα σώματα δεν ακουμπούσαν τελείως, πάντα έμενε ένα μικρό κενό. 

Το αγκάλιασμα αβέβαιο και λειψό, αυτό που τις απομάκρυνε, νικούσε...


Απόσπασμα από το βιβλίο:
"Πόσο λαμπερός ο ήλιος, πόσο κίτρινα τα τρόλεϊ"
Βραβείο Σύγχρονου Ελληνικού Μυθιστορήματος
21ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Ποίησης και Πεζογραφίας



Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ:

http://www.anemosekdotiki.gr/poihsh/nostalgia.html