Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

RELEASED MEMORY – by Angeliki Bouliari

What if... 

I didn’t sleep well. I woke up several times during the night only to find out in desperation that I had tight teeth and fists and it would still take long for the dawn. So about an hour before the alarm clock would sound, I decided to end this torture myself. I got up, had breakfast and got ready to go. It would be my first day at work.
I followed my friend’s, Ismini’s, instructions and went to the gas station, opposite the General Clinic and waited for Tony, her friend and my colleague in the near future, to pick me up and get me to School. It was very early in the morning and an unfamiliar chill made me think that I should have put on warmer clothes than this simple, grey, woolen suit. Few people and cars were on the street. I felt strangely cut off from the rest of the world, wrapped in a dreary, familiar silence.
What if nobody ever came to pick me up?

Sunday morning, after the Church. Four years old. I have well brushed brown, curly hair, decorated with a big, white bow tie, I am wearing a grey coat, black glossy leather shoes and white knee socks. I am outside a huge, shut door of a house. “Now, I’ll ring the bell and the door will open after a moment and Grandpa will come and take you inside. I’ll come back in the afternoon outside here to get you”, says Mum. 
Me and Mum live elsewhere, far from here. Alone. Dad is always away. He visits us sometimes, but he doesn’t stay with us, as it happens with the other children. Mum says he travels a lot for his business and that one day we’ll live altogether and I’ll have a baby sister. And Grandpa is very angry with Mum, but he loves his only little girl. 
Mum is very beautiful, with her dark long hair and the white-pearl necklace. As she bends to give me a kiss, her hair touches my cool face, tickling tenderly my cheek. I reach up and idly caress for a while the all round and shiny white pearls.Then, she takes her warm hand from mine, she rings the door-bell and flees, the street corner swallows her up. Grandpa delays, the huge shut door scares me and I start biting my nails.


Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

THE HAMSTER - A monologue, by Angeliki Bouliari


A teenager of about eighteen years old is sitting on the sofa and looking at a cage with a hamster riding on a wheel, set on the table in front of him. His mother a little farther is quietly washing the dishes.
“Mother, this must come to an end. Really, it’s high time it stopped. I can’t take it anymore. Ok, I know, you are worried, you are anxious, you are afraid. But I am young, I want to live, I want to feel alive. This isn’t living. Can’t you see? I am worse than this stupid hamster you brought me as a present! At least, this silly thing doesn’t think, doesn’t feel, has absolutely no idea what the world outside is about. Its universe is just this cage, it is happy with a little food and with this spinning wheel, which, I tell you, is driving me crazy!
It’s not my fault if you see enemies and dangers everywhere, if you’re afraid of your very shadow, if you dare not live. Look at your miserable life. Do you call this a life? Cleaning stairs and washing clothes and dishes. No man, no friend, no laugh. Tell me honestly are you pleased? No, I don’t care what you think, I just don’t want to end up like you!”
His mother stops for a moment what she is doing, her hands in the air, her back tense, eyes staring the white wall tiles above the sink, but she doesn’t turn or say a word. Then she gets back to her work.
“Listen to me, Mother! The illness is over. I am not an ill person anymore. Ok, I have to take some medicine for the rest of my life and follow a certain way of living, but no doctor said not to live at all. I was there, mum, with you - remember? - when they told us about the illness and the treatment and what to do and all this stuff. Normal life, they said. Go out with friends, go to a party, on a date, on a trip. Yes, normal life. Look around you, mother! Do you think this life, this prison, is normal?
Mother! I’m talking to you! Can’t you just stop washing these damned dishes and look at me? Why do you keep ignoring what I say, how I feel?”
As there is still no reaction from her part, the teenager gets up, goes to the kitchen, opens a kitchen drawer and takes a meat knife. His mother hears the sounds, stays motionless, but still doesn’t turn.
“Mother, look at me! You don’t want to lose this sight, I swear! Guess what! I am going to start by stabbing your pretty little hamster right in the heart!”












Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΡΦΩΝ ΓΚΡΙΜ, ΦΙΛΙΠ ΠΟΥΛΜΑΝ

GRIMM TALES FOR YOUNG AND OLD, PHILIP PULLMAN


Διάβασα, λοιπόν, ξανά παραμύθια της παιδικής μου ηλικίας, μεταξύ των οποίων τα γνωστά Ραπουνζέλ, Σταχτοπούτα, Κοκκινοσκουφίτσα, Χιονάτη, Χάνσελ και Γκρέτελ, Γενναίος Ραφτάκος, Χηνοκόριτσο στην Πηγή, Νεράιδα της Λίμνης και πολλά άλλα, πενήντα συνολικά. Πρίγκιπες και πριγκίπισσες, βασιλιάδες και βασίλισσες, παλάτια και φτωχόσπιτα, κάστρα και σπηλιές, στρατιώτες και τεχνίτες, φτωχοκόριτσα, παραμελημένα παιδιά, αδύναμοι πατεράδες και κακές μητριές, μάγισσες, νεράιδες και ξωτικά, όλα με τράβηξαν πίσω στο μακρινό παρελθόν, μέσα από ένα κείμενο, ευχάριστο, ενδιαφέρον και με αβίαστη ροή.

Η μετάφραση της Κώστιας Κοντολέων ήταν εξαιρετική, από τις καλύτερες που έχω διαβάσει σε ξενόγλωσσα βιβλία τα τελευταία χρόνια, και η επιμέλεια της Ελένης Γεωργοστάθη, επίσης, άψογη. Μια παρατήρηση μόνο έχω να κάνω που δεν αφορά στην ελληνική έκδοση αλλά στην πρωτότυπη, και για την οποία συμφωνούν πολλοί αναγνώστες κι εδώ και στο εξωτερικό: Γιατί δεν υπήρχε εικονογράφηση; Νομίζω ότι μία εικόνα για κάθε ιστορία θα πρόσθετε γοητεία σ’ αυτή τη συλλογή και ας απευθύνεται απ’ ότι καταλαβαίνω περισσότερο σε εφήβους και ενήλικες.

Πώς μου φάνηκαν, λοιπόν, τα παραμύθια αυτά, σήμερα που απέχω «έτη φωτός» από το παιδί που υπήρξα, και που πια βρίσκομαι πολύ πιο κοντά στο ρόλο της γιαγιάς παρά στης μητέρας ή της θείας που αφηγείται ή διαβάζει ιστορίες στα μικρά παιδιά;

 Παρότι η ανάγνωση αυτή ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία, δεν μπόρεσα να μην εκπλαγώ από τη βιαιότητα και την αιματοχυσία που υπάρχει στην πλοκή τους και απόρησα πώς τα διάβαζα τότε και μάλιστα μανιωδώς! Ίσως εκεί να κρύβονται και κάποιες αιτίες για ορισμένες φοβίες, μια ατολμία ή επιφυλακτικότητα της ενήλικης ζωής. Θέλω να πω, δεν ξέρω αν θα μπορούσα σήμερα να διαβάσω σ’ ένα μικρό παιδί ιστορίες με ακρωτηριασμούς, εξορύξεις οφθαλμών και άλλα τέτοια φρικιαστικά.

Ωστόσο θα έλεγα ψέματα, αν δεν παραδεχόμουν ότι οι ιστορίες αυτές άσκησαν ξανά γοητεία πάνω μου, κέντρισαν και με το παραπάνω το ενδιαφέρον μου και φυσικά μου πρόσφεραν την αναγκαία κάθαρση του τέλους με την αποκατάσταση της δικαιοσύνης (αν και με ιδιαίτερα σκληρό τρόπο σε ορισμένα παραμύθια).

Ξαναβρήκα, επίσης, μαθήματα που διδάχτηκα ως παιδί, είτε ως συμβουλές, είτε ως ανακουφιστικά συμπεράσματα: 
Ο δυνατότερος δεν κερδίζει πάντα, η αφέλεια και η ευπιστία μπορούν να σε βάλουν σε άσχημους μπελάδες, οι δασώδεις περιοχές και οι απομακρυσμένες τοποθεσίες είναι όμορφες και ρομαντικές, αλλά είναι, επίσης, σκοτεινές και επίφοβες και πρέπει να έχει κανείς το νου του πού πατά και πού πηγαίνει, ότι είναι καλύτερα να είσαι επιφυλακτικός απέναντι σε ξένους (έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν παύουν να είναι «ο άγνωστος ΄Χ’»). Τέλος, ότι η ζωή είναι μεν πολύτιμη, αλλά και πολύ εύκολα χάνεται.

Παρά τη βία, το αίμα και τη ζοφερότητά τους, τα παραμύθια αυτά μας προσφέρουν παρηγοριά: 
Η καλοσύνη από κάποιον και με κάποιον τρόπο θα ανταμειφτεί, το παραμελημένο και κακοποιημένο κορίτσι θα είναι εκείνο που θα κερδίσει τον πρίγκιπα, και η ζωή πάντα αξίζει τον κόπο, επειδή ποτέ δεν ξέρουμε τι συναρπαστικές περιπέτειες και εξαιρετικές εμπειρίες μας επιφυλάσσει!


ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΡΦΩΝ ΓΚΡΙΜ, ΦΙΛΙΠ ΠΟΥΛΜΑΝ
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Μετάφραση: ΚΩΣΤΙΑ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ
Επιμέλεια:     ΕΛΕΝΗ ΓΕΩΡΓΟΣΤΑΘΗ

Αρκούν οι λέξεις "μια φορά κι έναν καιρό", και το ταξίδι ξεκινά.
Σ' αυτή την υπέροχη συλλογή, ο πολυβραβευμένος Φίλιπ Πούλμαν παρουσιάζει τα πενήντα πιο αγαπημένα του παραμύθια από τους αδελφούς Γκριμ, δίνοντάς τους νέα πνοή και φρεσκάδα με την ξεχωριστή πένα του. Από το ρομαντισμό των κλασικών όπως η Ραπουνζέλ, η Χιονάτη και η Σταχτοπούτα μέχρι το μαύρο χιούμορ των λιγότερο γνωστών, όπως Τα τρία φύλλα του φιδιού, Χανς-Σκαντζοχοιράκι-μου και Ο Θάνατος νονός, ο Πούλμαν αποδίδει με τον δικό του μοναδικό τρόπο τη γοητεία που ασκούν εδώ και αιώνες στους αναγνώστες τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ, παραθέτοντας ύστερα από το καθένα ένα σύντομο σχόλιο για την ιστορία του. Στον δε πρόλογο εξηγεί γιατί αυτά τα παραμύθια έχουν αντέξει στο χρόνο και αποτελούν μέρος της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.

Μια αξέχαστη συλλογή που θα τη διαβάζετε και θα την ξαναδιαβάζετε εσείς και τα παιδιά σας για πολλά πολλά χρόνια. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)


Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Ο ΞΑΔΕΡΦΟΣ ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΤΟ ΕΞΟΧΙΚΟ - Διήγημα


Εφτάμισι το πρωί κι ένα μυστικό ξυπνητήρι ήχησε μέσα στο κεφάλι της. Ώρα να σηκωθεί, να πάρει τα πρωινά φάρμακα και να φροντίσει τη Μοίρα. Με μισόκλειστα μάτια, τέντωσε αργά τα κουρασμένα μέλη της και, ω, πάνω στην έκταση του χεριού της, αμέσως θυμήθηκε το πιο σημαντικό, να ετοιμάσει ένα εορταστικό, στο μεγαλύτερο μέρος του ελληνικό δείπνο, για τον αγαπημένο της ξάδερφο, τον Αντώνη. Θα τους επισκεπτόταν μαζί με την Αγγλίδα σύζυγό του Ρέιτσελ και τις δύο έφηβες κόρες τους, Σόνια και Στέφη.
Είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που τους είχαν δει. Τότε τα κορίτσια ήταν μικρά, και ο εξωτερικός χώρος του σπιτιού τους με τον κήπο δεν είχε ακόμα διαμορφωθεί, υπήρχαν διάσπαρτες πέτρες στο κτήμα και ξεχασμένα σίδερα και καλώδια, κι εκείνη ως κλασική ελληνίδα θεία έτρεχε ξοπίσω τους ανήσυχη για να προλάβει κάποιο ενδεχόμενο μικρό ατύχημα. Στη συνέχεια, ο Αντώνης αναζητώντας μια καλύτερη τύχη για τον ίδιο και την οικογένειά του, βρέθηκε από το Λονδίνο στο Παρίσι για να καταλήξει οριστικά πια στις Βρυξέλλες. Όλα αυτά τα χρόνια ήταν πολύ απασχολημένος με την καριέρα του και με την προσαρμογή της οικογένειας στις καινούργιες συνθήκες, έτσι ο περιορισμένος ελεύθερος χρόνος δεν του είχε επιτρέψει μια επίσκεψη στην ξαδέρφη με την οποία τόσες ασχολίες και μυστικά είχαν μοιραστεί στα χρόνια της δικής τους εφηβείας.
Πάντα ήταν πολύ κοντά η Λένη με τον Αντώνη. Μοναχοπαίδια και τα δύο, εκείνη τον έβλεπε σαν τον μικρότερο αδερφό της κι εκείνος σαν τη μεγαλύτερη αδερφή του. Ποτέ δεν μπήκε κάτι ανάμεσά τους για να διαταράξει την ειρηνική πορεία της σχέσης τους. Αν και γενικά λέγεται ότι οι γυναίκες δεν τα πάνε καλά με τις άλλες γυναίκες έστω και συγγενείς τους, ο ερχομός της Ρέιτσελ στη ζωή του Αντώνη και ο δεκαπενταετής έγγαμος βίος του σχεδόν τίποτα δεν άλλαξε στη φιλία τους, και η ατμόσφαιρα ανάμεσα στις νέες, δικές τους οικογένειες παρέμενε με αραιές επαφές, κυρίως τηλεφωνικές, σταθερά αγαπητή και χαρούμενη.
Όπως και να ’χε, η Λένη ήξερε ότι τους άρεσαν ιδιαίτερα κάποια φαγητά, έτσι άρχισε γρήγορα να οργανώνει ένα ενδιαφέρον μενού στο μυαλό της, σημειώνοντας σ’ ένα κομμάτι χαρτί τις ανάλογες αγορές.
Άνοιξε την πόρτα της εισόδου και το εκτυφλωτικό καλοκαιρινό ηλιόφως όρμησε μέσα στο σπίτι. Η Μοίρα την περίμενε κιόλας απέξω, στην κορυφή της λευκής μαρμάρινης σκάλας, κάτασπρη και πεντακάθαρη, καθισμένη κομψά στα πίσω της πόδια. Ποτέ παραπονούμενη, ή ανυπόμονη και νευρική, την κάρφωνε με τα πράσινα μάτια της με τον συνηθισμένο περήφανο και αξιοπρεπή τρόπο της.
Μ’ αυτόν τον ίδιο τρόπο την είχε κοιτάξει την πρώτη φορά που την συνάντησε στην ίδια ακριβώς θέση. Είχε μόνο νιαουρίσει δυο φορές, η στάση και το βλέμμα της έδειχναν ευγένεια και ηπιότητα, κι ήταν σαν να έλεγε: «Χρειάζομαι βοήθεια, αλλά δεν απαιτώ ούτε επαιτώ. Απλώς σου το ζητάω ευγενικά. Μπορείς να με βοηθήσεις». Η Λένη αμέσως ξέχασε ότι όχι πολύ καιρό πριν είχε πει στον άντρα της και τους γιους της ότι είχε κουραστεί να υιοθετεί κατοικίδια που είτε τους εγκατέλειπαν είτε ακόμα χειρότερα  πέθαιναν, με αποτέλεσμα όλοι να στενοχωριούνται – όταν ήταν μικρότερα τα αγόρια, έκλαιγαν σε κάθε νέο ατύχημα και η ίδια έψαχνε για τον κατάλληλο τάφο ώστε να αναπαύονται οι ψυχούλες τους εν ειρήνη. Έσκυψε και χάιδεψε απαλά τη μαλακή της γούνα. Τόσο όμορφη! Την αγάπησε αμέσως. Ήταν έγκυος.
Το απόγευμα, όταν έφτασαν τα ξαδέρφια και οι ανιψιές, μετά τις αγκαλιές, τα φιλιά και τα ξεφωνητά χαράς, κάθισαν όλοι στην ευρύχωρη βεράντα, να πάρουν πρώτα καφέ ή τσάι συνοδευμένα από σπιτίσιο κέικ και μπισκότα. Συζητούσαν και γελούσαν και με απόλαυση παρακολουθούσαν ένα από τα πιο μαγευτικά ελληνικά τοπία και ηλιοβασιλέματα. Η θέα από κει ήταν εκπληκτική. Πρώτα απλωνόταν ο κήπος μπροστά τους, το καύχημα της Λένης, μιας και είχε φυτέψει τα περισσότερα από τα ψηλά δέντρα με τα ίδια της τα χέρια, έπειτα τα μάτια ταξίδευαν μακρύτερα στα χωράφια με τα ελαιόδεντρα, το γρασίδι διάστικτο από μαργαρίτες, παπαρούνες, αγριολούλουδα και θάμνους, περνούσαν την κύρια οδό που οδηγούσε στο κέντρο της πόλης και τέλος έφταναν στην μακριά ακτογραμμή, όπου αντάμωναν τη θάλασσα με τα ποικίλα χρώματα και την κυκλοθυμική διάθεση, μα και τον ήλιο, δίσκο πορφυροκόκκινο με κίτρινες πινελιές, να βυθίζεται βιαστικά και θαυμάσια μέσα στα βαθιά σκουρογάλαζα νερά, στο άνοιγμα ανάμεσα στα δυο αντιμέτωπα ακρωτήρια. Ήταν μια δύση μεγαλοπρεπής. Λίγοι τόποι μπορούσαν να ανταγωνιστούν αυτόν εδώ στο ηλιοβασίλεμα, αλλά ήταν αμφίβολο αν μπορούσαν να το νικήσουν.
Όλα προοιώνιζαν ένα τέλειο βράδυ.
Με αρωματικά κεριά καλωσόρισαν τη νύχτα, με νόστιμους μεζέδες, σπαγγέτι με θαλασσινά και γευστικό ντόπιο κρασί, και ανάμεσα στα αστεία, τις αναμνήσεις και τα πειράγματα, ήρθε η κουβέντα και στις καλοκαιρινές διακοπές. «Γιατί δεν έρχεστε να περάσετε μια βδομάδα μαζί μας; Θα είστε φιλοξενούμενοί μας και σίγουρα θα περάσουμε υπέροχα!» προσκάλεσε η Λένη τον ξάδερφο Αντώνη και την οικογένειά του, κι εκείνοι δέχτηκαν με ενθουσιασμό.
Και ξαφνικά, μέσα σε μια στιγμή, επικράτησε χάος στην παρέα στο τραπέζι. Η Ρέιτσελ και οι κόρες της, η Σόνια και η Στέφη, ξαφνικά πετάχτηκαν όρθιες σπρώχνοντας με δύναμη πίσω τις καρέκλες τους που έπεσαν με πάταγο στα πλακάκια, ύστερα άρχισαν να στριγγλίζουν και να ουρλιάζουν και να τρέχουν γύρω-γύρω από το τραπέζι για να αποφύγουν την επίθεση κάποιου εχθρού που οι υπόλοιποι – η Λένη, ο άντρας της, ο Σπύρος,  και οι δύο γιοί τους, ο Κώστας και ο Χρήστος, με τις φίλες τους – δεν μπορούσαν να δουν.
Ο ξάδερφος Αντώνης παρακολουθούσε βουβός και φανερά αμήχανος μη γνωρίζοντας τι να πει και τι να κάνει. Όλοι τους παρακολουθούσαν μπερδεμένοι. Υπέθεσαν ότι κάποιο έντομο ή κάποιο άλλο μικρό πλάσμα είχε εμφανιστεί ξαφνικά και τις είχε τρομάξει και χαμογέλασαν με κατανόηση. Αχ, αυτές οι υπερβολικές αντιδράσεις των ανθρώπων της πόλης που έχουν αποξενωθεί ακόμα και από τα απλά είδη της Φύσης…
Η Μοίρα ήταν το επικίνδυνο πλάσμα! Όχι, όχι, δεν την φοβούνταν, έλεγαν ανάμεσα σε φωνές και κραυγές, μορφασμούς και νευρικά τινάγματα των χεριών, αλλά, να, όλες τους, και οι τρεις τους, έβρισκαν αηδιαστικές τις γάτες, ανατρίχιαζαν και στην απλή θέα τους! Η Λένη αναγκάστηκε να πάρει τη Μοίρα στην αγκαλιά της και να την μεταφέρει έξω στον κήπο, ενώ ο άντρας της προσπάθησε να καθησυχάσει τις επισκέπτριες, λέγοντας πως η Μοίρα ήταν μια πολύ πράα και φιλική γάτα που είχε πρόσφατα γεννήσει μερικά πανέμορφα γατάκια. Μάταια. Το καθήκον να τις ηρεμήσει αποδεικνυόταν πολύ πιο δύσκολο απ’ ότι είχε αρχικά υποθέσει. Η τρομαγμένη ομάδα των τριών γυναικών βρισκόταν σε συνεχή επιφυλακή για μια νέα επανεμφάνιση της Μοίρας, με δυσκολία πρόσεχαν τις πιατέλες με τα φαγητά, δεν συμμετείχαν σε άλλη συζήτηση και δεν απόλαυσαν στο ελάχιστο το υπόλοιπο του δείπνου. Ούτε και οι παγωμένοι οικοδεσπότες, φυσικά.
Παρέλειψαν τα φρούτα και τα επιδόρπια και μετά από λίγο με μάλλον φανερή ανακούφιση σηκώθηκαν να φύγουν. Ευχαρίστησαν τη Λένη και την οικογένειά της για όλα και τους προσκάλεσαν με κάποια τυπικότητα στο νέο τους διαμέρισμα στην Αθήνα. Βέβαια, η Λένη επανέλαβε με ειλικρινή προθυμία την πρόσκληση να περάσουν κάποιες από τις ημέρες των καλοκαιρινών διακοπών μαζί τους στην εξοχή, αλλά εκείνοι μουρμούρισαν ότι ακόμη δεν ήξεραν πού και για πόσον καιρό θα πήγαιναν φέτος το καλοκαίρι, και βιάστηκαν να μπουν στο αυτοκίνητό τους και να φύγουν.
Η Λένη έμεινε να κοιτάζει το αυτοκίνητο που απομακρυνόταν. Ο Σπύρος την πλησίασε και πέρασε το μπράτσο του στους ώμους της. «Έλα, πάμε μέσα», είπε, «έπιασε ψύχρα, θα κρυώσεις».
Η Λένη τον κοίταξε στα μάτια. «Ξέρεις», είπε μελαγχολικά, «δεν νομίζω ότι θα δεχτούν ποτέ αυτή την πρόσκληση. Ούτε κάποια άλλη».


Το διήγημα δημοσιεύτηκε στο Anemos Magazine την 14-03-2014