Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

«ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ - Ο ιππότης της ελεεινής μορφής» και Μιγκουέλ ντε Θερβάντες Σααβέντρα


Ο θρύλος της ιπποσύνης και του φτωχού πλην τίμιου ιδεαλιστή περιπλανώμενου ιππότη, εμφανίστηκε στον Μεσαίωνα. Ο περιπλανώμενος ιππότης χωρίς αφέντη, με μόνο πλούτο τα όπλα και το  άλογό του, συνήθως ταξιδεύει αναζητώντας εργασία, περιπέτεια, πλούτο, τύχη, γνώσεις, εμπειρίες. H ιστορία της περιπλάνησης στη δύση ξεκινά με τον Οδυσσέα, βασιλιά της Ιθάκης, της Ομηρικής «Οδύσσειας». Ωστόσο, ο Θερβάντες  με τον Δον Κιχώτη του το 1605 εισήγαγε έναν νέο μυθιστορηματικό ήρωα της περιπλάνησης και της αναζήτησης που ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια του λογοτεχνικού ήρωα. Το βιβλίο μεταφράστηκε σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, έγινε κινηματογραφική ταινία, σειρά κινουμένων σχεδίων, θεατρική παράσταση, έγινε κομμάτι της ίδιας της γλώσσας με τις εκφράσεις «δονκιχωτισμός» και «το κυνήγι των ανεμόμυλων», αλλά και σύμβολο της τρέλας και του ασυμβίβαστου ρομαντισμού.

Ο «Δον Κιχώτης, Ο ιππότης της ελεεινής μορφής», συνενώνει όλα τα προηγούμενα αφηγηματικά είδη. Περιέχει στοιχεία των Ποιμενικών Μυθιστορημάτων, των Μαυριτανικών και των Πικαρέσκ (με ήρωα έναν αχρείο), καθώς και στοιχεία από το μυθιστόρημα «Λαζαρίλο ντε Τόρμες», όπου έχουμε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ανενδοίαστες περιπέτειες, ενώ η ιστορία διανθίζεται με παρεμβαλλόμενες νουβέλες, τέχνασμα το οποίο ακολούθησε και ο Θερβάντες στο μεγάλο του μυθιστόρημα.
Ο Μιγκουέλ ντε Θερβάντες Σααβέντρα, έγραψε την ιστορία του Δον Κιχώτη, όταν πια η ζωή τον είχε τόσο βασανίσει ώστε οι περισσότεροι άνθρωποι στη θέση του θα είχαν υποκύψει ή θα είχαν χάσει την όρεξη και τη δύναμη να χαρίσουν στον κόσμο ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά κατορθώματα όλων των εποχών. Καταγόμενος από οικογένεια μικροευγενών, όπως και ο Σαίξπηρ, ο οποίος επίσης πέθανε την ίδια μέρα, 23 Απριλίου 1616, έλαβε άρτια μόρφωση, ενώ έμεινε αρκετά στην Ιταλία όπου επηρεάστηκε από τη λογοτεχνία και τον «Μαινόμενο Ορλάνδο» του Αριόστο. Έλαβε μέρος στη ναυμαχία της Ναυπάκτου, όπου διακρίθηκε και έχασε το αριστερό του χέρι. Σ’ ένα ταξίδι, το πλοίο του κουρσεύτηκε από μαυριτανικά πολεμικά και μαζί με πολλούς άλλους οδηγήθηκε αιχμάλωτος και έμεινε πέντε χρόνια στο Αλγέρι. Απελευθερώθηκε με κόπο το 1580 και γύρισε στην Ισπανία. Το ότι, ύστερα από επανειλημμένες προσπάθειες να αποδράσει, οι Μαυριτανοί δεν τον σκότωσαν, τιμά τους τελευταίους, οι οποίοι φαίνεται πως θαύμαζαν το ήθος του αιχμαλώτου τους και το πνεύμα της αυτοθυσίας που είχε επιδείξει προς χάρη των συντρόφων του στη δυστυχία.
Η πρώτη παρόρμηση για τη συγγραφή του μυθιστορήματος προήλθε από μια αισθητική διαμαρτυρία του συγγραφέα εναντίον των κακόγουστων εμπορικών λογοτεχνημάτων της εποχής, που ήσαν γεμάτα από ανόητες ιπποτικές περιπέτειες που ο  «Ιππότης της ελεεινής μορφής» προσπαθεί να ζήσει. Ο Θερβάντες όμως δεν χρησιμοποιεί την παρωδία όπως ο Αριόστο, αλλά το ρεαλιστικό κωμικό στοιχείο, πλέκοντας τη μυθική ενόραση με την εναργή παραστατικότητα, για να δημιουργήσει ένα από τα αιώνια σύμβολα της ανθρώπινης ζωής. Το έργο χαρακτηρίστηκε σαν ο αναπόφευκτος και αιώνιος αγώνας μεταξύ ιδεαλισμού και ρεαλισμού. Επίσης υπογραμμίζει την ουσιαστικά τραγική σύγκρουση μεταξύ της υψηλόφρονος ψυχής του ήρωα και της ποταπής πραγματικότητας, σύγκρουση που χαρακτηρίζει την ηθική πλευρά του έργου.
Μια τέτοια αξιολόγηση του έργου είναι σχετικά πρόσφατη, ενώ στην αρχή διέκριναν σ’ αυτό μονάχα το εξωτερικό κωμικό στοιχείο και το θεωρούσαν απλή σάτιρα. Η εκτός τόπου και χρόνου μορφή του Δον Κιχώτη θεωρούνταν μια κωμική κοινωνική περίπτωση από εκείνες όπου αντικοινωνικοί τύποι έρχονται σε αντίθεση με λογικά μέλη της κοινωνίας.
Η Ρομαντική Σχολή, όμως, βλέπει στον μελαγχολικό ιδαλγό ο οποίος στην εποχή της πυρίτιδας και των μουσκέτων θέλει να αναβιώσει τα περασμένα ιδεώδη της περιπλανώμενης ιπποσύνης, την ενσαρκωμένη τραγωδία μιας απηρχαιωμένης στάσης ζωής.
Ο Δον Κιχώτης είναι ένας συνταξιούχος ευγενής από το χωριό Μάντσα της Ισπανίας, με το όνομα Αλόνσο Κιχάνο, που λατρεύει τις ιστορίες με ιππότες και ξοδεύει σχεδόν ολόκληρη την περιουσία του για την αγορά βιβλίων. Είναι τόσο μεγάλο το πάθος του που φτάνει να πιστέψει ότι είναι και ο ίδιος ιππότης! Μια μέρα, λοιπόν, αποφασίζει να εγκαταλείψει την ανιαρή ζωή του και να γίνει περιπλανώμενος ιππότης, αφού πρώτα αλλάζει το όνομά του σε Δον Κιχώτη! Μοναδικός σύντροφος στο ταξίδι του είναι ο πιστός υπηρέτης του Σάντσο Πάντσα, ο οποίος, σε αντίθεση με τον ονειροπαρμένο κύριό του, πιστεύει μόνο στη λογική! Στη φανταστική πορεία τους, οι δύο ήρωες συναντούν γίγαντες, δράκους, δαίμονες, αλλά και πονηρούς κι επικίνδυνους ανθρώπους. Ο Δον Κιχώτης χωρίς ποτέ να χάνει το θάρρος του, εν μέσω δυσκολιών και αναποδιών, προσπαθεί να επιβάλει το δίκαιο: «Η μόνη δικαιοσύνη είναι η απελευθέρωση όλων των καταπιεσμένων».

Η απόφαση του Αλόνσο Κιχάνο να πορευτεί στον κόσμο ως περιπλανώμενος ιππότης με το όνομα Δον Κιχώτης, φέρει τα χαρακτηριστικά ενός ξεσηκωμού, μιας φυγής από το καθημερινό, αντιηρωικό παρόν, από την γκρίζα, φτωχική μονοτονία μιας Καστιλιάνικης πολίχνης, από την ερημιά και τη μιζέρια της επαρχιακής ζωής, προς τον μεγάλο κόσμο, εκεί όπου είναι ακόμα δυνατά τα περιπετειώδη βιώματα και οι μεγάλες πράξεις. Σε κάθε εποχή οι άνθρωποι ήσαν πεπεισμένοι ότι μπορούσαν να εγκαταλείψουν το ίδιο τους το εγώ και να μεταμφιεσθούν σε κάτι άλλο. Οι άνθρωποι πάντα θέλουν να έρθουν εκτός εαυτού, να αποσείσουν το μαρτύριο της καθημερινότητας, αναζητούν μιαν ανώτερη μορφή ύπαρξης, επιθυμούν να μεταμορφωθούν σε κάτι εντελώς διαφορετικό.
Ο Δον Κιχώτης είναι ως προς τον χαρακτήρα ευγενής και στέκεται ψηλότερα από το περιβάλλον του, όμως ο ιδεαλισμός του σκορπίζεται δίχως νόημα και χρησιμότητα αφού δεν γνωρίζει ο ήρωας πώς να τον θέσει στην υπηρεσία λογικών σκοπών, αλλά αντιγράφει τυφλά τους ήρωες των ιπποτικών μυθιστορημάτων που διαβάζει.
Είναι καλοπροαίρετος αλλά πνευματικά απαίδευτος και επομένως εύπιστος απέναντι σε κάθε αυθεντία. Στο επίπεδο της σκέψης δεν είναι παρά ένας άνθρωπος του μεσαίωνα που εμπιστεύεται τυφλά τα μοιραία ιπποτικά αναγνώσματά του με τον ίδιο τρόπο που ο μεσαιωνικός άνθρωπος εμπιστεύεται τα δόγματα της εκκλησίας. Είναι η ενσάρκωση ενός απόκοσμου ιδεαλισμού και μιας ηθικής ακαμψίας που δεν κάνει ούτε την παραμικρή υποχώρηση και θέλει να περάσει με το κεφάλι μέσα από τον τοίχο. Είναι ένας ήρωας που παίρνει τη λογοτεχνία κατά λέξη και έως θανάτου στα σοβαρά και που γίνεται ο ίδιος λογοτεχνία. Είναι το τραγικό παράδειγμα ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να κρατήσει υπό έλεγχο τη φαντασία του. Αποδεικνύει, μέσα από τα παθήματά του, ότι ακόμα κι ένας ευπατρίδης μπορεί να ανήκει στο πλήθος, αν τον χαρακτηρίζουν η ωμότητα και η αμάθεια.
Ο Δον Κιχώτης, ο μελαγχολικός ιππότης μας, θέλει να «ξεστραβώσει τα στραβά» και να υπηρετήσει το δίκαιο. Νοσταλγεί τη Χρυσή Εποχή όταν βασίλευαν παντού ειρήνη, αγάπη, ομόνοια, και δεν υπήρχε ούτε απάτη, ούτε κακία, ούτε αδικία, ούτε δικαστές. Τη νοσταλγική αυτή αφήγηση ακολουθεί ο θρήνος για τους διεφθαρμένους καιρούς μας αλλά και το συμπέρασμα ότι έχουμε ανάγκη το τάγμα των περιπλανώμενων ιπποτών για να υπερασπίσει την αρετή, να προστατεύσει τις χήρες και να παρασταθεί στα ορφανά και σε όσους χρειάζονται βοήθεια.
Σύμφωνα με τον ψυχίατρο Ernst Kretschmer, άνθρωποι σαν τον Δον Κιχώτη είναι σαν τα αστόλιστα και δίχως παράθυρα ρωμαϊκά σπίτια, σαν επαύλεις με παραθυρόφυλλα κλειστά κάτω από τον καυτό ήλιο. Όμως, στο εσωτερικό τους, κάτω από ένα αδύναμο φως, λαμβάνουν χώρα οι πιο μεγάλες γιορτές. Αυτό συμβαίνει και με τον Δον Κιχώτη. Κανείς δεν υποψιάζεται κάτι το ιδιαίτερο, το αφύσικο, ή το σκανδαλώδες σ’ αυτόν τον άκακο, καλότροπο, κάπως λιγόλογο και άχρωμο ευγενή από τη Μάντσα. Όμως, τα φαινόμενα απατούν. Στην ψυχή του λαμβάνουν χώρα οι πιο μεγάλες γιορτές. Η ακόρεστη, φλογερή φαντασία του μετατρέπει με τρόπο μαγικό τις γελοίες αφηγήσεις του Αμάντις δε Γκάουλα ή του Ρεϊνάλδου δε Μονταλμπαν, τα ταξίδια τους και τις περιπέτειές τους, σε περίλαμπρη ανθηρή πραγματικότητα. Ιππότες και παρθένες, κάστρα και επάλξεις, παλάτια που αντιφεγγίζουν μέσα στο σεληνόφως, και επιπλέον, μάχες και περιπέτειες με γίγαντες, δράκους, και κακούς μάγους, αποτελούν έναν κόσμο γεμάτο από την πολυκύμαντη αντιπαράθεση του Καλού με το Κακό. 
Αυτόν αναγνωρίζει ως κόσμο του ο Δον Κιχώτης, όχι τη βαρετή, μονότονη καθημερινότητα του χωριού που αντικρίζει, όταν σηκώνει το βλέμμα από τα βιβλία του και αγναντεύει πέρα από το φράχτη. Ναι, ο κόσμος θα έπρεπε να είναι πιο όμορφος, πιο πλούσιος, η ύπαρξη περισσότερο εκπληρωμένη. Ο Δον Κιχώτης παρουσιάζεται εδώ ως ένας ρεαλιστής μέσα στον κόσμο των ιδεών, ένας γόνος του Πλάτωνα. Και μέσα του ωριμάζει σιγά-σιγά ό,τι ένας άνθρωπος φυσιολογικός ονομάζει έμμονη ιδέα.
Πέρα από την ιπποτική του τρέλα, είναι ο πιο νηφάλιος, ο πιο φρόνιμος και συνετός άνθρωπος που υπάρχει, όμως το γερό λογικό του διοχετεύεται στον αγωγό της περιπλανώμενης ιπποσύνης. Με μεγάλη εκφραστική δύναμη ο ιππότης μας εκθέτει την ουσία της αποστολής του. Υποστηρίζει με οξυδέρκεια τη θέση του και είναι αδύνατον να μην του δοθεί δίκιο. Η απραξία ποτέ δεν τον ευχαριστούσε, είτε έβγαινε νικητής είτε νικημένος. Μεσόκοπος πια – στο μυθιστόρημα παρουσιάζεται ως πενηντάχρονος – διακατέχεται από την αγέραστη ελπίδα όλων των νεαζόντων αιώνιων αναζητητών.
Η δύναμη της φαντασίας του συγχέει την επίφαση με την πραγματικότητα. Και τότε, αμήχανος μπροστά στις συνέπειες των πράξεών του, επιστρατεύει την υπόθεση ότι του έχουν κάνει μάγια. Η παρουσίαση των φανταστικών βιωμάτων του ως αποτέλεσμα μαγείας είναι η μόνη ερμηνεία που μπορεί να συλλάβει η σκέψη του.
Σε όλα όσα κάνει επικαλείται πάντοτε ό,τι έχει διαβάσει στα ιπποτικά του μυθιστορήματα. Ακολουθεί σχολαστικά το πρότυπο της περιπλανώμενης ιπποσύνης σε όλες, ακόμα και τις πιο γελοίες, λεπτομέρειες, ως το πικρό τέλος. Βάζει τον πρώτο διαβάτη που συναντά να τον χρίσει ιππότη με το ιπποτικό σπάθισμα στον ώμο, όπως έχει διαβάσει ότι γίνεται στα ιπποτικά μυθιστορήματα, ενώ στην ταβέρνα δεν πληρώνει τον λογαριασμό, επειδή ποτέ δεν διάβασε ότι ένας περιπλανώμενος ιππότης πλήρωσε λογαριασμό σε χάνι ή καπηλειό. Και όπως ακριβώς επιτάσσουν τα πρότυπά του, λαχταρά τη φήμη. Αποφαίνεται, ωστόσο, ότι οι ρωμαιοκαθολικοί ιππότες θα έπρεπε να επιδιώκουν πιο πολύ τη δόξα των ουρανών και λιγότερο τη ματαιόδοξη φήμη του προσωρινού βίου επί της γης.
Όλες οι πράξεις του Δον Κιχώτη θέτουν ένα τραγικό ερώτημα: Πώς είναι δυνατή μια αγωνιστική στάση σ’ έναν κόσμο που δεν μπορεί να της προτάξει αντίπαλο; Με όλο του το δίκιο, θρηνεί το τέλος της ιπποσύνης εξαιτίας της εφεύρεσης της πυρίτιδας και της φρικιαστικής μανίας των ανόσιων μηχανών του πυροβολικού. Χάρη σ’ αυτή τη διαβολική επινόηση, κάθε δειλός μπορεί τώρα να αφήσει στον τόπο ακόμα και τον γενναιότερο ιππότη με μια τυχαία βολή από απόσταση. Η βαναυσότητα των τεχνικών μέσων και της νέας εποχής που προβάλλει μέσα στην ανωνυμία αφανίζει την ατομική αξία της ιπποτικής στάσης.
Ο Δον Κιχώτης, ως μυθιστορηματική ύπαρξη, συγκεντρώνει στοιχεία που τον καθιστούν ιδιαίτερα πολύπλοκο κι ως εκ τούτου αντιφατικό. Αφελής και ονειροπόλος σε βαθμό να φαντάζεται ανύπαρκτους κινδύνους και περιπέτειες κι από την άλλη σώφρων, σοφός, πατά γερά στην πραγματικότητα, με αδιατάραχτη ισορροπία που μπορεί να διευθετήσει κάθε ζήτημα με αφοπλιστική απλότητα, κινούμενος αποκλειστικά στα πλαίσια της δικαιοσύνης, της ηθικής αποκατάστασης και της σύνεσης, με δυο λόγια του ανθρωπισμού.
Ο Δον Κιχώτης είναι η αμετανόητη παιδική ονειροφαντασία που τελικά αποδεικνύεται σοφότερη αφού είναι ανόθευτη ηθικά, ασυμβίβαστη. Η συσσώρευση του πλούτου και της εξουσίας δεν τον αφορά. Αγνοεί έννοιες όπως συμφέρον, κερδοσκοπία, δίκιο του ισχυρού και αναζητά το δίκαιο, που είναι η μοναδική αλήθεια, και αυτό είναι αδιαπραγμάτευτη πραγματικότητα.
Τελικά ποιος από τους δύο κόσμους είναι αλήθεια; Ο παιδικός κόσμος του Δον Κιχώτη που βρίσκει εύκολα τις αυτονόητες αλήθειες γιατί πολύ απλά δεν έχει αλλοτριωθεί ή ο κόσμος των άλλων που κατανοεί απολύτως την επιφανειακή πραγματικότητα αλλά είναι αδύνατο φτάσει στη βαθύτερη ουσία της συνύπαρξης, αφού ο δρόμος κόβεται από ένα πλήθος συμβιβασμών και υποχωρήσεων που νοθεύουν την αναζήτηση κάθε αλήθειας;
Αν και είναι δύσκολο να κατανοήσουμε ποια πραγματικότητα είναι αληθινή – του Δον Κιχώτη ή των άλλων – δεν είναι καθόλου δύσκολο να κατανοήσουμε ποια πραγματικότητα είναι ισχυρή. Σε όλο το δεύτερο τόμο βλέπουμε το Δον Κιχώτη να γελοιοποιείται και να γίνεται έρμαιο των ισχυρών ανθρώπων της άλλης πραγματικότητας. Εξευτελίζεται και ταπεινώνεται από το δούκα, τη δούκισσα κι από τον κάθε υπηρέτη. Γίνεται γραφικός, κατατροπώνεται. Η πραγματικότητα του συναισθήματος ηττάται ολοκληρωτικά από την αμείλικτη   πραγματικότητα του κυνισμού και της δύναμης. Κάθε Δον Κιχώτης είναι καταδικασμένος στη συντριβή.
Οι τελευταίες σκηνές στο νεκροκρέβατο του Δον Κιχώτη είναι συγκινητικές. Καταλαβαίνει την πλάνη του και συνειδητοποιεί όλο το μέγεθος του εξευτελισμού του ως περιπλανώμενος ιππότης. Μετανιώνει και καταριέται τα ιπποτικά βιβλία που τον παρέσυραν. Έτσι, ο Θερβάντες μας φέρνει ενώπιον της οδυνηρής πραγματικότητας μετατρέποντας την κωμωδία σε δράμα, κάνοντας το γέλιο πικρό, και επιβεβαιώνοντας την άποψη ότι είναι «ο Σαίξπηρ του Νότου».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. ERWIN LAATHSΠαγκόσμιος Ιστορία της Λογοτεχνίας, Τόμος Α!, 
Εκδόσεις Ι. Αρσενίδη, Αθήνα 1963
 2. WILHELM MUHLMANN, Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία και Παγκόσμιος Πολιτισμός, 
Εκδόσεις Νεφέλη, 1997






Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ:

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

ΟΣΑ ΠΑΙΡΝΕΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ: ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ, Η ΤΑΙΝΙΑ ΚΑΙ Η ΣΚΑΡΛΕΤ

   Η θεματική του έργου είναι παρμένη από την καθημερινότητα της Αμερικής του 1860, αναπαριστά γεγονότα και καταστάσεις σύγκρουσης (Βόρειοι και Νότιοι, λευκοί και μαύροι, εγωισμός και αλτρουισμός, έρωτας και αδιαφορία, καλό και κακό).

Το θέμα της ταινίας είναι ο πόλεμος και ο έρωτας.

Μέσα από πραγματικά γεγονότα που παρέχουν δυνατές συγκινήσεις, παρουσιάζεται το ξέσπασμα του Αμερικανικού εμφυλίου πολέμου και τα επακόλουθά του, ιδωμένα από την πλευρά των λευκών Νοτίων.  Η ταινία δείχνει με ιδιαίτερα δραματικούς τόνους την καταστροφή που υπέστησαν οι πλούσιοι κτηματίες από τον πόλεμο και την απελευθέρωση των δούλων, που άλλαξε άρδην τα δεδομένα για την οικονομία του Νότου. Περιγράφεται ο χωρισμός των ανθρώπων σε Βόρειους και Νότιους, και ο ανηλεής αγώνας για την νίκη. 

Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, και το αποτέλεσμα είναι ο ηττημένος να τα χάνει όλα, ενώ ο κερδισμένος – τυπικά, γιατί ουσιαστικά όλοι χαμένοι είναι από τον πόλεμο, πολύ περισσότερο μάλιστα από έναν εμφύλιο, όπου αδέρφια μάχονται εναντίον αδερφών – παρασύρεται από την αλαζονεία της νίκης, λεηλατεί, καταστρέφει. Οι ανθρώπινες αξίες καταπατώνται, κυρίως η αξιοπρέπεια, ενώ πραγματικά δοκιμάζεται η αντοχή όλων, η δύναμη του ενστίκτου αυτοσυντήρησης και η επινοητικότητα για εξεύρεση λύσεων. Περιγράφεται ο αγώνας των απλών ανθρώπων να διατηρήσουν κάτι έστω από τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής, να επιβιώσουν, να σταθούν ξανά στα πόδια τους και να κάνουν μια καινούργια αρχή.

Εκ παραλλήλου η ταινία παρουσιάζει την αγάπη στις διάφορες μορφές της και μέσα από την ερωτική ιστορία της Σκάρλετ και του Ρετ, παρουσιάζει ιδιαιτέρως την ερωτική εμμονή και τις συνέπειες αυτής. Όσοι άνθρωποι και αν βρεθούν στο δρόμο αυτού που υποφέρει από την εμμονή, εκείνος παραμένει προσκολλημένος στην ιδέα  - γιατί περί ιδέας πρόκειται – της μεγάλης αγάπης, του ενός και μοναδικού ιδανικού συντρόφου με τον οποίο θα επιτύχαινε την τέλεια σχέση και την απόλυτη ευτυχία. Τυφλωμένος από την προσκόλληση, αγνοεί την πραγματικότητα και ωθείται σε λανθασμένες παρορμητικές επιλογές, ενώ ακόμα και αν προχωρήσει σε σωστές επιλογές, είτε δεν το αντιλαμβάνεται, είτε δεν το παραδέχεται, με αποτέλεσμα να χάσει την ευτυχία που του αναλογούσε. 





Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι γυναικείος και είναι η όμορφη Σκάρλετ Ο’ Χάρα, (Βίβιαν Λι), κόρη ιδιοκτήτη βαμβακοφυτείας, της Τάρα, στον Αμερικανικό Νότο.

Βρισκόμαστε στο έτος 1861, παραμονές του εμφυλίου πολέμου, και η νεαρή κακομαθημένη καλλονή Σκάρλετ, είναι καλεσμένη στο μπάρμπεκιου που διοργανώνει η οικογένεια του Άσλεϊ Γουίλκς, (Λέσλι Χάουαρντ), του άνδρα με τον οποίο είναι ερωτευμένη, χωρίς ωστόσο να του έχει ποτέ φανερώσει τα συναισθήματά της.  Τη λαχτάρα της να τον δει, όμως, σύντομα διαδέχεται η απογοήτευση, καθώς στη διάρκεια της γιορτής ακούει ότι ο Άσλεϊ θα παντρευτεί την εξαδέρφη του Μέλανι, (Ολίβια Ντε Χάβιλαντ).
Παρόλα αυτά,  θεωρεί ότι είναι η καταλληλότερη στιγμή ώστε να του αποκαλύψει τα αισθήματα που τρέφει γι’ αυτόν. Εκείνος την απορρίπτει, υποστηρίζοντας ότι οι δυο τους είναι πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες και ότι γάμος μεταξύ τους πρόκειται να επιφέρει μόνο δυστυχία. Τη συζήτηση μεταξύ του Άσλεϊ και της Σκάρλετ, κρυφακούει ένας μυστηριώδης επισκέπτης, ο Ρετ Μπάτλερ (Κλαρκ Γκέιμπλ) από την Ατλάντα, ο οποίος εμφανίζεται και εξοργίζει την οξύθυμη Σκάρλετ με την αδιακρισία του.
Στο μεταξύ ο εμφύλιος μεταξύ του Βορρά και του Νότου ξεσπάει, και ο Άσλεϊ, όπως και ο Ρετ αναχωρούν για το μέτωπο. Πριν την αναχώρηση των ανδρών, ο Άσλεϊ παντρεύεται τη Μέλανι, και η Σκάρλετ παντρεύεται τον αδελφό της Μέλανι, τον Τσαρλς, για να κάνει τον Άσλεϊ να ζηλέψει. Ο Τσαρλς πεθαίνει στον πόλεμο και η Σκάρλετ ταξιδεύει μέχρι την Ατλάντα για να μείνει με τη θεία του Τσαρλς και τη Μέλανι. Εκεί βλέπει τις καταστροφικές συνέπειες του πολέμου, ενώ ο δρόμος της διασταυρώνεται για μια ακόμη φορά με εκείνον του Ρετ, όταν εκείνος τη βοηθάει να διαφύγει από την Ατλάντα την ημέρα της καταστροφής της πόλης από τους Βόρειους.
Χήρα πλέον, ακόμη καρδιοχτυπά για τον Άσλεϊ και ονειρεύεται την επιστροφή του. Ο πόλεμος χάνεται, κι εκείνη επιστρέφει στην φυτεία Τάρα, αντιμέτωπη με τις δυσκολίες, καθώς προσπαθεί να κρατήσει την οικογένεια ενωμένη και να εμποδίσει να ξεπουληθεί η φυτεία σε δημοπρασία για να πληρωθούν οι φόροι. Έχει γίνει σκληρή, έχει πικραθεί, και θα κάνει τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου και ενός δεύτερου γάμου με τον αρραβωνιαστικό της αδερφής της, για να μην ξαναδοκιμάσει τη φτώχια και την πείνα. Αφού γίνει χήρα για δεύτερη φορά, τελικά παντρεύεται τον επιβλητικό Ρετ, όμως στο μυαλό της κυριαρχεί πάντα η αγάπη της για τον Άσλεϊ, με αποτέλεσμα σύντομα η σχέση τους να βουλιάξει στις διαφωνίες και την ασυνεννοησία, φαινομενικά καταδικασμένη εξαρχής.
Προς το τέλος, βρίσκουμε την ετοιμοθάνατη Μέλανι να ζητάει από τη Σκάρλετ να φροντίσει τον Άσλεϊ. Μετά το θάνατό της, ο Άσλεϊ, ένα ράκος, εκμυστηρεύεται στην Σκάρλετ ότι η Μέλανι ήταν η μοναδική του αγάπη. Η αποκάλυψη συντρίβει τη Σκάρλετ, η οποία τότε αντιλαμβάνεται ότι ποτέ της δεν είχε αγαπήσει πραγματικά τον Άσλεϊ και εύχεται μόνο να είχε φανεί αυτός σαφής σχετικά με τα αισθήματά του απέναντί της από την αρχή.
Στην τελευταία συνάντησή τους στην Ατλάντα, ο Ρετ, έχοντας δει τη Σκάρλετ με τον Άσλεϊ στο σπίτι της Μέλανι, υποστηρίζει ότι η Σκάρλετ δεν θα πάψει ποτέ να αγαπάει τον Άσλεϊ, και επομένως ο ίδιος θα την εγκαταλείψει για τα καλά, αποφασισμένος να αρχίσει μια νέα ζωή στην πατρίδα του, στο Τσάρλεστον. Καθώς ο Ρετ ετοιμάζει τις βαλίτσες του για να φύγει, η Σκάρλετ επιμένει ότι τώρα αντιλαμβάνεται ότι τον αγαπάει ειλικρινά και ότι ποτέ της δεν αγάπησε πραγματικά τον Άσλεϊ, όμως εκείνος ισχυρίζεται ότι κάθε ελπίδα να σωθεί ο γάμος τους χάθηκε με το θάνατο της κόρης τους, της Μπόνι, και επιπλέον ανέχτηκε το δράμα της Σκάρλετ για πάρα πολύ καιρό.
Καθώς ετοιμάζεται να ανοίξει την πόρτα για να φύγει, η Σκάρλετ τον ικετεύει για τελευταία φορά, ρωτώντας τι θα απογίνει η ίδια αν εκείνος την εγκαταλείψει. Αδιάφορος ο Ρετ απαντάει: «Ειλικρινά, αγαπητή μου, δεν μου καίγεται καρφί». Και μ’ αυτή τη φράση φεύγει από το σπίτι και χάνεται στη βραδινή ομίχλη.
Η Σκάρλετ καταρρέει, όμως συνέρχεται από την απελπισία, καθώς σκέφτεται την άλλη μεγάλη αγάπη της ζωής της, τη γη, την Τάρα, μέσα από μια σειρά αναπολήσεων. Αποφασίζει να επιστρέψει στην Τάρα, να κάνει μια καινούργια αρχή, και να προσπαθήσει με κάποιο τρόπο να φέρει πίσω τον Ρετ, μονολογώντας: «Άλλωστε, αύριο είναι μια καινούργια μέρα!»
Στο τελευταίο πλάνο βλέπουμε τη σιλουέτα της Σκάρλετ να αντικρίζει την Τάρα ενώ ο ήλιος δύει πίσω από το λόφο. Έχει φτάσει πίσω στο σπίτι της παιδικής της ηλικίας και είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει ένα άγνωστο, ωστόσο καινούργιο μέλλον. Η κάποτε νεαρή κακομαθημένη και εγωίστρια κοπέλα, με την εμμονική αντίληψη της αγάπης, έχει πλέον ενηλικιωθεί μέσα από τις κακουχίες. Άλλωστε ο δρόμος προς την ωριμότητα ήταν πάντα οδυνηρός. Έχει ατσαλωθεί από τις καταστροφές που επέφερε ο πόλεμος και έχει ωριμάσει από τις δυσκολίες που κλήθηκε να αντιμετωπίσει. Παραμένει πεισματάρα, δυνατή, αγωνίστρια, αποφασισμένη να χρησιμοποιήσει κάθε πρόσφορο μέσον για να επιλύσει τα εκάστοτε προβλήματα που αναδύονται, για να σταθεί όρθια και να περιφρουρήσει τη γη της, την οικογένειά της και τη ζωή που επιθυμεί.




Δεν μπορεί κανείς να κατατάξει τη Σκάρλετ στους καλούς ή τους κακούς χαρακτήρες.  Δεν είναι ένας καλός χαρακτήρας, πρότυπο προς μίμηση, ούτε ένας κακός χαρακτήρας παράδειγμα προς αποφυγή. Έχει χαρακτηριστικά που απωθούν το θεατή και άλλα τα οποία θαυμάζει. Ο χαρακτήρας της ξετυλίγεται σταδιακά μέσα στο σενάριο, αντικατοπτρίζοντας τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής μέσα στην οποία δρα. Είναι ένας χαρακτήρας περίπλοκος, πολυδιάστατος, τολμηρός, ευθύς και παρορμητικός, με ‘αντρικά’ χαρακτηριστικά ατομικισμού και τυχοδιωκτισμού σε μια εποχή που οι γυναίκες όφειλαν να μένουν στο παρασκήνιο. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αντι-ηρωίδα.


Η ταινία «Όσα Παίρνει ο Άνεμος», (πρωτότυπος τίτλος: Gone with the Wind), είναι κινηματογραφικό έργο του 1939, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Μάργκαρετ Μίτσελ του 1936, και αποτελεί τη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία όλων των εποχών. 

Η ταινία έλαβε 13 υποψηφιότητες για τα βραβεία της ακαδημίας του αμερικανικού κινηματογράφου, σπάζοντας το ρεκόρ για τις περισσότερες υποψηφιότητες (το "Όλα για την Εύα" και ο "Τιτανικός" είναι οι μόνες ταινίες που κατάφεραν να ξεπεράσουν το "Όσα παίρνει ο άνεμος", αποσπώντας 14 υποψηφιότητες), και βραβεύτηκε με 10 βραβεία Όσκαρ, ένα ρεκόρ που διατήρησε για είκοσι χρόνια. Το 1998 κατατάχθηκε τέταρτη στη λίστα του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου με τις 100 καλύτερες αμερικανικές ταινίες όλων των εποχών, αν και το 2007 μετακινήθηκε στην έκτη θέση.
Η παραγωγή της έγινε από τον τιτάνα του Χόλιγουντ Ντέιβιντ Ο'Σέλζνικ, ο οποίος έδρασε καταλυτικά στην επιτυχία της ταινίας. Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν με σκηνοθέτη τον Τζορτζ Κιούκορ και με βάση το ατελές ακόμη σενάριο του Λέσλι Χάουαρντ, το οποίο είχε περικόψει και ξαναγράψει ο Σέλζνικ. Ο Κιούκορ σύντομα απολύθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Βίκτορ Φλέμινγκ, με τον οποίο η Βίβιαν Λι καυγάδιζε συνεχώς. Η ίδια μαζί με την Ολίβια Ντε Χάβιλαντ συναντούσαν κρυφά τον Κιούκορ για να τους δώσει συμβουλές πάνω στους ρόλους τους. Κάποια στιγμή ο Φλέμινγκ αποσύρθηκε λόγω υπερκόπωσης και αντικαταστάθηκε για δυο βδομάδες από τον Σαμ Γουντ. Ο διευθυντής φωτογραφίας Λι Γκαρμς αντικαταστάθηκε επίσης από τον Έρνεστ Χάλερ, μετά από ένα μήνα εργασίας. Τα γυρίσματα της ταινίας διήρκεσαν συνολικά έξι μήνες και η πρεμιέρα που έγινε στην Ατλάντα στις 15 Δεκεμβρίου, συνοδεύτηκε από διθυράμβους.
Η ταινία πούλησε περισσότερα εισιτήρια στις ΗΠΑ σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου και αποτελεί μέχρι και σήμερα έμβλημα της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ. Θεωρείται το πρότυπο της Χολιγουντιανής εμπορικής ταινίας, γνωστής στα αγγλικά ως «blockbuster». Σήμερα θεωρείται ένα από τα πιο δημοφιλή και σημαντικά κινηματογραφικά έργα όλων των εποχών. Χαρακτηρίζεται επική ταινία, διότι πρόκειται για έργο μεγαλειώδες, σε έκταση, σε θεματογραφία, υποκριτικά και εκφραστικά μέσα.






Πηγές:












Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Η ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΟΥ ΘΡΌΝΟΥ, Τάσου Αθανασιάδη


Η ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΟΥ ΘΡΟΝΟΥ
Τάσος Αθανασιάδης
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, 2011
Σελίδες 450






"Στο μυθιστόρημά του αυτό ο Τάσος Αθανασιάδης περιγράφει μια ομάδα από νέους και νέες, καθώς απολαμβάνουν τις μέρες του καλοκαιριού σε ένα φανταστικό νησί των Κυκλάδων. Πίσω, ωστόσο, από την φαινομενική τους μακαριότητα, κάτω από το θάμβος του αιγαιοπελαγίτικου ουρανού, ακούν τη βασανιστική φωνή που τους ψιθυρίζει μέσα τους πως είναι πια καιρός να πάρουν μια σοβαρή απόφαση για το μέλλον τους. Τις ψυχολογικές αντιδράσεις τους μπροστά στα γεγονότα, που αιφνιδιάζουν τα σχέδιά τους γι' αυτό το μέλλον, μας τις ζωντανεύει ο συγγραφέας των «Πανθέων» με σκηνές αλληλοδιάδοχες από αισθησιακή μέθη και δραματική αβεβαιότητα. Την «Αίθουσα του θρόνου», μεταφρασμένη στα γερμανικά, υποδέχτηκε με εγκωμιαστικά σχόλια η ξένη κριτική. Το βιβλίο χαρακτηρίστηκε «Ένα αριστούργημα από την Ελλάδα», «Ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά μυθιστορήματα της εποχής μας», «Έπος συμφιλίωσης των λαών»..."
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

«Σ’ ένα νησί των Κυκλάδων, πολλά νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, με διαφορετική ψυχοσύνθεση, όνειρα και επιδιώξεις το καθένα, περνούν τις καλοκαιρινές διακοπές τους ξένοιαστα και ανέμελα, φαινομενικά όμως, γιατί στο βάθος τους όλα παλεύουν μέσα τους με μια κρυφή αγωνία να βρουν το δρόμο τους, να συντονίσουν τη ζωή τους με την πίστης τους και τα ιδανικά τους, να κατασταλάξουν πνευματικά, και να πάρουν σοβαρές αποφάσεις, που θα έχουν άμεσες συνέπειες στην εξέλιξή τους και στο μέλλον τους».
(Από τον πρόλογο του Ε. Ν. Μόσχου)


Ο συμβολικός τίτλος του μυθιστορήματος προέρχεται από τα λεγόμενα ενός εκ των ηρώων του βιβλίου, του περ Γκρεγκουάρ, φραγκισκανού καλόγερου και καθηγητή λυκείου: «Έρχεται μια μέρα όπου η μεγαλειότητά μας, ο εαυτός μας, είναι ανάγκη να περάσει στην αίθουσα του θρόνου με τους αυλικούς του, το νου και την καρδιά, για να αποφασίσει πάνω στον καταστατικό χάρτη της ζωής του, δηλαδή ν’ ασχοληθεί με το μέλλον του…»

Το βιβλίο αρχίζει και τελειώνει με την ίδια παράγραφο με την ίδια μαγευτική εικόνα: «Τούτη την ώρα που το νησί ξεκόβει σα γαλέρα απ’ την καταχνιά με λατίνια μύλους και τρούλους, μοιάζει να ταξιδεύει σε καιρούς του Αιγαίου παλιούς, όταν οι κρινοδάχτυλες πριγκιπέσες της Παροναξίας τόπαιρναν προίκα μαζί μ’ ένα ρόδι για γούρι…»

Ο δημιουργός είχε μιαν αξιοθαύμαστη σύλληψη της ιδέας, των χαρακτήρων, του τόπου και του κοινωνικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ξετύλιξε αριστοτεχνικά την ιστορία του. Η αφήγηση είναι πολυπρόσωπη, η ζωή του ενός ήρωα μπλέκεται με την ζωή του άλλου, και απεικονίζεται ρεαλιστικά η ελληνική αστική κοινωνία.  Οι χαρακτήρες παρά τις αντιφάσεις τους είναι συγκροτημένοι και βαδίζουν στο δρόμο του εσωτερικού τους πεπρωμένου. Η γλώσσα είναι πλούσια, όμορφη, γοητευτική.

Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο φιλοσοφικά θέματα, τα οποία ωστόσο, κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζει στο ξετύλιγμα της δικής του ζωής μέσα από την καθημερινότητά του, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο συνειδητά. 


Προσωπικά, στην εκ νέου ανάγνωσή του, μετά από πολλά χρόνια, ξαναβρήκα την εφηβεία και τη νιότη μου και όλα τα ζητήματα που μας απασχολούσαν τότε: 


Το καλό και το κακό, ο ορισμός τους και η πάλη τους, το ηθικό και το ανήθικο, το κοινωνικά αποδεκτό ή όχι, το συνεπές και το οπορτουνιστικό, η απομάκρυνση από την καθημερινή ζωή για τη διαφύλαξη της ψυχής ή ο αγώνας μέσα στη ζωή, το κοινωνικό καθήκον ενάντια στο ατομικό συμφέρον, η αναζήτηση πλαισίων για μια ζωή πέρα από τα συνηθισμένα, μια ζωή με νόημα πέρα από την αποδοχή του τυχαίου, γενικά η αναζήτηση της ουσίας και συνεπώς της ισορροπίας και της γαλήνης που η εύρεσή της (της ουσίας) φέρνει στην ψυχή.  
  
Θίγεται το θέμα μια θρησκείας χωρίς κυρώσεις, η οποία να προετοιμάζει τον άνθρωπο για τη ζωή, και να του δίνει τη δυνατότητα να πλάσει τη ζωή του όπως του ταιριάζει, της ευδαιμονιστικής αντίληψης, της ματαιότητας της επίγειας δημιουργίας, της αμαρτίας, της αναγκαιότητας του κακού, της ειλικρινούς μετάνοιας και της δυνατότητας επανόρθωσης, καθώς και της δύναμης της συγχώρεσης.

Όλα αυτά δεν δίνονται θεωρητικά, αλλά μέσα από ουσιαστικούς διαλόγους (αν και κάποιες φορές δεν αιτιολογείται επαρκώς η έναρξη του διαλόγου), και την ενδιαφέρουσα εξέλιξη της πλοκής.  

Ας μου επιτραπεί να πω ότι θα προτιμούσα να έλειπαν κάποιες επαναλήψεις φράσεων (όπως π.χ. «Χριστιανός και Έλλην»), οι οποίες δεν προσέδωσαν κατά τη γνώμη μου περαιτέρω λογοτεχνική αξία στο κείμενο, και οι οποίες υποσυνείδητα παραπέμπουν τους μεγαλύτερους σε ηλικία αναγνώστες στην εποχή που γράφτηκε  το βιβλίο (1969, τρίτο έτος της επταετούς δικτατορίας). 

Αντιθέτως, θα προτιμούσα μεγαλύτερη ανάπτυξη των κεντρικών χαρακτήρων του Λουκά και της Γλαύκης. Λιγότερα, επίσης, θα προτιμούσα να ήταν τα προφητικά όνειρα και η διαισθητική ικανότητα να χαρακτήριζε λιγότερα άτομα, και επιπλέον να μην αποκάλυπτε ο συγγραφέας το βασικό μυστικό της ιστορίας μέσω ενός ονείρου, αλλά να υπήρχε ένας άλλος συσχετισμός μεταξύ του ονείρου και της αντίληψης της πραγματικότητας από το πρόσωπο που το ονειρεύτηκε.

«Η αίθουσα του θρόνου»,  εξακολουθεί να διαβάζεται και σήμερα με μεγάλη ευχαρίστηση και αδιάπτωτο ενδιαφέρον. Σ’ αυτό συντελούν η λογοτεχνική του αξία, αλλά, νομίζω, και η στροφή του σύγχρονου ανθρώπου προς τη θρησκεία γενικότερα καθώς και τις εναλλακτικές φιλοσοφίες/θεωρίες για έναν τρόπο γαλήνιας και ήρεμης ζωής, και επομένως και προς τα βιβλία που ενδεχομένως ικανοποιούν αυτήν την περιέργεια και ανάγκη.


Το έργο μεταφράστηκε στα Γερμανικά (1981) και στα Ρουμανικά (1992). Στο επίμετρο της συγκεκριμένης έκδοσης διαβάζουμε την άποψη του ΟΥΒΕ ΣΤΑΜΕΡ, φιλολογικού κριτικού της εφημερίδας Στουττγκάρτε Τσάιτούνγκ, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Καθημερινή", 10.08.1981, με τίτλο "Ένα αριστούργημα από την Ελλάδα". Φαντάζομαι ότι η ανάγνωση του βιβλίου προσέφερε και μία ακόμη ξεχωριστή ευχαρίστηση στους Γερμανούς αναγνώστες, δεδομένου ότι μέσα στην ιστορία τονίζεται η ειλικρινής μεταμέλεια και συντριβή του Γερμανού κατακτητή, και η εμπιστοσύνη στη συγχώρεση και άφεση των αμαρτιών.




Βρείτε την Αγγελική Μπούλιαρη και τα βιβλία της εδώ: